-
1 κύημα
κύημα, τό, das Empfangene, die Frucht im Mutterleibe; εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat. Rep. V, 461 c; Arist. de gen. anim. 1, 13. 3, 9 u. öfter; κυήματα ἔχειν, ἴσχειν, schwanger sein, id. u. Sp., die auch übertr. ψυχῆς κύημα sagen. Vgl. κῦμα.
-
2 καταῤ-ῥέω
καταῤ-ῥέω (s. ῥέω), herab-, herunterfließen; αἷμα καταῤῥέον ἐξ ὠτειλῆς Il. 4, 149; öfter in tmesi, wie κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς ὤμων καὶ κεφαλῆς 11, 811; κατεῤῥύη Pind. frg. 157; γλώσσης μελίσσης τῷ κατεῤῥυηκότι Soph. frg. 167; φόνῳ καταῤῥεῖ ἀγάλματα Eur. Troad. 16; von Flüssen, Xen. Hell. 7, 4, 29 u. A.; von feuerspeienden Bergen, Pol. 34, 11, 12; von anderen Dingen, herabfallen, bes. von vertrockneten Blumen u. Laub, nach Hermogen.; τὸν καρπὸν ἀσυγκόμιστον καταῤῥεῖν εἰς τὴν γῆν Xen. Cyr. 1, 5, 19; τὰ φύλλα u. ä., Sp.; τὰ κυήματα Arist. H. A. 5, 30; auch von Menschen, herunterfallen, καταῤῥυείς Ar. Pax 71; ἐραστὴν διὰ τοῦ τέγους καταῤῥέοντα Luc. Tim. 41; ähnl. καταῤῥεῖν ταῖς ἀνοδίαις εἰς τοὺς ὁμαλοὺς τόπους Pol. 8, 16, 6, hinabeilen. – Uebertr., περὶ αὑτὰ καταῤῥεῖ, fällt in sich zusammen, Dem. 2, 10; vgl. Arist. bei Ath. XII, 523 f; – εἴς τινα, Einem zu Theil werden, Theocr. 1, 5; Bion. 1, 55. – Sp. brauchen auch das pass., λόγχην καταῤῥεομένην αἵματι Plut. Galb. 27; Luc. Nigr. 35 ἱδρῶτι κατεῤῥεόμην, ich wurde mit Schweiß überströmt, übergossen.
-
3 κύημα
κύημα, τό, das Empfangene, die Frucht im Mutterleibe; κυήματα ἔχειν, ἴσχειν, schwanger sein
См. также в других словарях:
κυήματα — κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυήματ' — κυήματα , κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc pl κυήματι , κύημα that which is conceived neut dat sg κυήματε , κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
κύημα — το (AM κύημα) [κυώ] 1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά τής μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.) 2. το βλάστημα 3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα τής φαντασίας» β. «τοὺς… … Dictionary of Greek